μαλλιοστάς

μαλλιοστάς
και μάλλιοστας (Μ μαλλιοστάς και μάλλιοστα)
επίρρ.
1. μάλλον, περισσότερο
2. αντίθετα, απεναντίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μάλλιος, κατά τα ἀνισωστάς, διχωστάς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διχωστάς — και διχωστά και δίχωστα επίρρ. δίχως. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίχως, αναλογικά προς άλλους επιρρηματικούς σχηματισμούς (πρβλ. μαλλιοστάς «μάλλον, και μάλιστα»)] …   Dictionary of Greek

  • μηπωστάς — και μήπωστας (Μ) (απορηματικός σύνδεσμος ο οποίος συνήθως απαντά σε ευθεία, ή και σε πλάγια ερώτηση, ενώ πολλές φορές ακολουθείται από το και) μήπως, μη τυχόν αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήπως, με παρέκταση τάς αναλογικά προς τα ανισωστάς, διχωστάς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”